χούγια

χούγια
τα πλ. от χούϊ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χούγια" в других словарях:

  • χούι — το, τ. πληθ. χούγια, τα, Ν άκλ. 1. έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα που χαρακτηρίζει ένα άτομο, συνήθεια, φυσική ροπή, τάση («κάθε άνθρωπος έχει τα χούγια του») 2. συνεκδ. ελάττωμα («το χούι του είναι να φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις») 3. ο ιδιαίτερος… …   Dictionary of Greek

  • χούι — το (λ. τουρκ.), πληθ. χούγια 1. χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, το φυσικό του: Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι. 2. ιδιοτροπία. 3. ο ιδιαίτερος τρόπος χειρισμού μιας υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»