χούγια
Смотреть что такое "χούγια" в других словарях:
χούι — το, τ. πληθ. χούγια, τα, Ν άκλ. 1. έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα που χαρακτηρίζει ένα άτομο, συνήθεια, φυσική ροπή, τάση («κάθε άνθρωπος έχει τα χούγια του») 2. συνεκδ. ελάττωμα («το χούι του είναι να φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις») 3. ο ιδιαίτερος… … Dictionary of Greek
χούι — το (λ. τουρκ.), πληθ. χούγια 1. χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, το φυσικό του: Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούι. 2. ιδιοτροπία. 3. ο ιδιαίτερος τρόπος χειρισμού μιας υπόθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)